ἱερογλυφικῶς

ἱερογλυφικῶς
ἱερογλυφικός
hieroglyphic
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιερογλυφικός — ή, ό (ΑΜ ιερογλυφικός, ή, όν) [ιερογλύφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα) τα συμβολικά σημεία τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”